οφθαλμιατρικός

οφθαλμιατρικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική των ματιών.
2. ως ουσ., οφθαλμιατρική, η κλάδος της ιατρικής, για τα μάτια, αλλ. οφθαλμολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμιατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τών οφθαλμών («οφθαλμιατρική κλινική») 2. το θηλ. ως ουσ. η οφθαλμιατρική κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη τής λειτουργίας και τών παθήσεων τού ματιού καθώς και με τη θεραπεία τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”